- γεγραιωμένας
- γεγραιωμένᾱς , γραιόομαιbecome agedperf part mp fem acc plγεγραιωμένᾱς , γραιόομαιbecome agedperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.